Γιάννης Πλαχούρης: Η φωλιά όπου μαθαίναμε πώς μένουμε όρθιοι
Της Ελένης Χωρεάνθη*
Ο Γιάννης Πλαχούρης, εκτός από καταξιωμένος δημοσιογράφος είναι ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από μια γενναιότητα έκφρασης, διανθισμένη με ανάλαφρο χιούμορ που οφείλεται, προφανώς, στη δημοσιογραφική του ιδιότητα. Ωστόσο, “με τον ρυθμό του ποταμιού”, σε συνδυασμό με το υπέροχο “Μοιρολόι”, τα εξαιρετικά βιβλία του για παιδιά, ο Γιάννης Πλαχούρης είναι ένας σύγχρονος σημαντικός ποιητής.
Έτσι, για μια ουσιαστικότερη επαφή και γνωριμία με τον ποιητή και το έργο του, ζήτησα από τον ίδιο να μου μιλήσει για ορισμένα βασικά πράγματα κι εκείνος μου απάντησε με πολλή χαρά.
Ιδού η σύντομη συνομιλία μας:
Είστε ένας επιτυχημένος Δημοσιογράφος. Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με τη λογοτεχνία;
Νομίζω η αιτία πρέπει να αναζητηθεί παλιά. Στη δεκαετία του 1950. Στη δική μου περίπτωση είναι πρώτα η Άρτα/Ήπειρος και μετά η Νέα Ιωνία/Αττική, οικογενειακώς εσωτερικοί μετανάστες. Σχεδόν όλοι βρεθήκαμε παιδιά σε παρόμοιο σταυροδρόμι. Εκεί που συναντιόντουσαν: Το Σπίτι, φωλιά αγάπης όπου μαθαίναμε πώς μένουμε όρθιοι. Η Αλάνα που ανακαλύπταμε τη δύναμη της παρέας. Ο Δρόμος όπου γευόμαστε την ευτυχία του ψωμιού με ζάχαρη, όπου στην κλειστή κοινωνία συναντιόμαστε αγόρια κορίτσια στα παιχνίδια, με δειλά κοιτάγματα, με τα πρώτα σκιρτήματα. Η Γειτονιά, ο καλόπιστος κριτής δίχως ζήλια τότε, κήρυκας θρύλων και παράδοσης και συντροφικότητας. Τα Καφενεδάκια με τη βανίλια στο νερό (το υποβρύχιο) κι ακούσματα για τον εμφύλιο, τη βία, τις διώξεις, τα σκεπασμένα της κάθε εξουσίας. Η Ώρα του παιδιού με τη θεία Λένα, τα Κλασσικά Εικονογραφημένα αργότερα, ο Μικρός Ήρωας, κάποιες απαγορευμένες Μάσκες, όλα κερδισμένα στα τζιτζίλια, καθώς για τους γονείς μας «λεφτά δεν περισσεύανε για σαχλαμάρες», οι καβάλες στις μάντρες για το τζάμπα του θερινού σινεμά. Αυτά είναι τα Εργαλεία, τα Κλειδιά που ανοίγανε περάσματα σε άλλους τόπους, όπου βρίσκαμε συχνά καταφυγές και απαντήσεις για τη δική μας σκληρή εποχή και τον βασανισμένο τόπο. Τα παραπάνω με οδήγησαν στη δημοσιογραφία για να ερευνήσω, αποδείξω, καταγγείλω. Η Λογοτεχνία συνήθως σε αυτή την περίπτωση έρχεται ακάλεστη από δυο κατευθύνσεις. Ως αναγνώστης για να αντλήσεις αέρα και γνώση σε περιόδους ασφυξίας και ως δημιουργός για να φανερώσεις συναισθήματα, και (αν το καταφέρεις) για να μεταδόσεις, με τη σειρά σου, οξυγόνο, με μια άμεση εσωτερική επικοινωνία, στον αναγνώστη..
Η ποιητική συλλογή σας “Με τον ρυθμό του ποταμιού”, αφιερώνεται σε πέντε τόπους όπου, προφανώς, περάσατε μέρος της ζωής σας. Μήπως πρόκειται για τις πηγές της ποίησής σας;
Σωστά το επισημαίνετε. Απλώς να διευκρινίσω για τη λέξη «πηγές» ότι πρόκειται για «βασικές πηγές». Οι πηγές με την έννοια που τις αναφέρετε είναι αμέτρητες Κάθε δημιούργημα, περιέχει τη συνολική μνήμη του δημιουργού του. Προέρχεται από μια διαδικασία υποκειμενική μεν, ολιστική δε. Φαίνεται αποσπασματική όμως δεν είναι. Επίσης ότι κι αν δεν έχεις ζήσει μπορεί να βιώσεις έναν τόπο μέσα από έντονες διηγήσεις – αναφορές, να συνδεθείς βαθύτερα με παρελθόντα πρόσωπα – δράσεις, παρόντα ή απόντα, να βρεθείς σε αυτό που λέμε ψυχή ενός τόπου. Στο Αϊβαλί (τη δεύτερη που αναφέρετε ως «βασική πηγή») και γενικότερα στη Μικρασία, με ταξίδεψαν, δεν πήγα.
Ξεκινώντας από την ιδιότυπη “Εξάπτυχη εισαγωγή”, διαπιστώνει κανείς την ύπαρξη μιας σειράς θεμάτων. Τι θέλετε να πείτε στον αναγνώστη σας;
Θέλω να του πω αυτό ακριβώς που λέω στον εαυτό του. Η ζωή καθορίζεται από αλλεπάλληλα Ναι ή Όχι. Όλα είναι «μεγάλα» όσο κι αν πολλά φαίνονται ασήμαντα. Κρυσταλλώνονται σε μνήμες. Κάποιες συχνά, κάποιες αραιά ή καθόλου επανέρχονται ακάλεστες. Δημιουργούν δικούς τους κόσμους, είναι ο χρόνος, είναι το παρόν μας, καθώς προκαλούν σκέψεις, ιδέες, αισθήματα, δράσεις. Το μέλλον εμφανίζεται όποτε η μνήμη μας, «ως παρών», συγκρουστεί με την, «ως παρών», μνήμη του περιβάλλοντος (άνθρωποι, φύση) και προκαλεί την ανάγκη επιλογής καινούργιων Ναι και Όχι. Τα ποιήματα, η Τέχνη γενικότερα, από αυτές τις μνήμες αντλεί το υλικό της. Όλες οι μνήμες, μολονότι φαίνονται αυστηρά προσωπικές, στην πραγματικότητα περιέχουν κοινά στοιχεία κι αναγνωρίσιμες από όλους αξίες ζωής. Ο δημιουργός λυτρώνεται από το παρελθόν του κι αν έχει την ικανότητα λυτρώνει και τον αναγνώστη του. Την ποίηση ιδιαίτερα την αισθάνεσαι, δεν την νεκροτομείς. Ούτε χρειάζεται να την εξηγήσεις. Αφήνεσαι, αν το έχει, στο ρίγος της, που υπογραμμίζει ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
Μελετώντας την ποίησή σας, διακρίνω μια γενναιότητα έκφρασης, διανθισμένη με ανάλαφρο χιούμορ. Είναι θέμα του χαρακτήρα σας ή οφείλεται στη δημοσιογραφική σας ιδιότητα;
Χαίρομαι που λέτε πώς υπάρχει. Γίνεται ασυναίσθητα. Μακάρι να κυλά χυμός για να δροσίσει, όπως το αναψυκτικό στα διαλείμματα μιας παράστασης. Για να ενώσει, για να εκτονώσει, για να ανακουφίσει, για να βελτιώσει σχέσεις κι αγώνες, θεατές και ηθοποιούς όλοι περαστικοί, συμπάσχοντες ρόλοι στα σενάρια της διαδρομής μας.
Αν κάνατε αυτοκριτική, με ποιον εαυτό σας ταυτίζεστε, με τον ποιητή/ λογοτέχνη ή τον δημοσιογράφο.
Προσπάθησα όσο μπορούσα να καταθέσω το κοινωνικό και ατομικό συναίσθημά μου μέσω της γλώσσας στις διάφορες μορφές της (δημοσιογραφία, ποίηση, συγγραφή) και με τις δύο ιδιότητες. Εύχομαι να συνταίριαξαν και τα δυο. Είναι ωραίο ένας δημοσιογράφος να σε οργίζει με τη φωτιά της ποίησης και ο ποιητής να μπαίνει στην καρδιά του κόσμου με τη δυναμική ενός αυθεντικού ρεπόρτερ.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται πως τα σχέδια στα βιβλία σας μόνιμα δημιουργεί ο ζωγράφος γιος σας Απόστολος Πλαχούρης. Αυτό σηματοδοτεί κάτι;
Κατ’ αρχάς δεν χαρίζεται ο ένας στον άλλο. Ο Απόστολος έχει αποδείξει δημόσια την καλλιτεχνική του ευαισθησία, τη δεξιότητα προσέγγισης και τρόπου έκφρασης, τον συναισθηματικό κόσμο, τις γνώσεις του. Άλλωστε φιλοτεχνεί, όποτε του ζητηθεί, αρκεί να τον συγκινήσουν, εξώφυλλα και σχέδια σε διάφορα βιβλία, ενώ συνεργάζεται περιοδικά με δυο φίλους ιστορικούς εκδότες (Α. Καλιακάτσο/Στιγμή και Σ. Ι. Ζαχαρόπουλο) κι έχει εκθέσει ατομικά και ομαδικά ζωγραφική στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Στην πραγματικότητα σε κάθε συλλογή τον διεκδικώ. Για έναν πρόσθετο λόγο. Για την αγάπη που το κάνει, μεγεθύνοντας το συνολικό συναίσθημα αγάπης που συνοδεύει κάθε έκδοση. Όπως έλεγε ο παππούς μου στην Ήπειρο: Εύκολα καταλαβαίνεις πως άλλη χάρη έχει η φλοκάτη που την έπλεξαν στον αργαλειό τραγουδώντας την...
* Η Ελένη Χωρεάνθη, σπούδασε Παιδαγωγικά στη P. Π. Ακαδημία Πειραιώς και μετεκπαιδεύτηκε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Σύζυγος του εκλιπόντος Κώστα Χωρεάνθη, ασχολείται με ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο, κριτική μελέτη, μετάφραση και διασκευή αρχαιοελληνικών κειμένων, παρουσίαση βιβλίων και με παρεμβάσεις λογοτεχνικού, κοινωνικού, πολιτικού και παιδαγωγικού προβληματισμού. Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί στην Νέα Εποχή, ενώ κείμενά της ποιητικά και πεζά έχουν συμπεριληφθεί στα βιβλία του Δημοτικού, Η Γλώσσα μου. Συνεργάζεται με παιδαγωγικά και λογοτεχνικά περιοδικά κι εφημερίδες της Αθήνας και της επαρχίας.
Είναι τακτικό μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (Ε.Ε.Λ.). Έχει τιμηθεί με το πρώτο βραβείο «Μάρκου Αυγέρη», από την ΕΕΛ και από τον Δήμο Μεσολογγίου, για το ιστορικό μυθιστόρημα Μεσολόγγι, Η πολιτεία του νερού.
Έχει πάρει Βραβείο πεζογραφίας από την Ελληνική Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων το 2000, για το έργο της Η σκοτεινή αποθήκη και έχει διακριθεί από το Πνευματικό Κέντρο Μεσολογγίου, Κατερίνης, Αγρινίου, Παραβόλας και από άλλους πολιτιστικούς φορείς, για την προσφορά της στα Γράμματα και στον πολιτισμό.
Ολόκληρη η ανάρτηση, με αποσπάσματα ποιημάτων του Γιάννη Πλαχούρη εδώ