Skip to main content

Ο τραγικός Κρέων του Ράσε χωρίς την Αντιγόνη του Σοφοκλή

spanopoulouE

Της  Ελένης Σπανοπούλου *

Κλασική «Αντιγόνη» πάντως δεν είδαμε. Αλλά το απολαύσαμε! Είμαι δύο χρόνια μεγαλύτερη από το φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου που κλείνει φέτος τα 70 του χρόνια. Είδαν πολλά τα μάτια μου στις γειτονιές του κόσμου, όλο αυτό τον καιρό και ακόμα περισσότερα, στη γειτονιά του Φεστιβάλ.

Από το 1975 παρακολουθώ και καλύπτω δημοσιογραφικά, ανελλιπώς τις παραστάσεις του φεστιβάλ στην Επίδαυρο και αρκετές από τις παραστάσεις του, στο Ηρώδειο.

Το πολιτιστικό ρεπορτάζ και οι κριτικοί έχουν παρουσιάσει, με συνέπεια όλα αυτά τα χρόνια, τις εκδηλώσεις. Άλλο, που δεν βρέθηκε ποτέ κανένας να τιμήσει τη συμβολή του δημοσιογραφικού κλάδου.

Ας είναι. Τη δουλειά μας κάναμε. Εγώ, τουλάχιστον, για πάνω από 40 χρόνια, με εκατοντάδες ρεπορτάζ, συνεντεύξεις και πηγαινέλα, όλα τα καλοκαίρια στην Αργολίδα. Ελάχιστες είναι οι παραστάσεις που δεν έχω δει και δεν έχω γράψει για αυτές, μέχρι το 2015.

Οι συνάδελφοι ζήσαμε χέρι χέρι με το φεστιβάλ. Καταγράψαμε, στο βαθμό που καθένας μπορούσε ή που του επέτρεπε το ΜΜΕ για το οποίο εργαζόταν, τη ζωή και τη δράση στη σκηνή, τα παρασκήνια και το κοίλον, εκδηλώσεων και παραστάσεων, που τίμησαν και προήγαγαν τον σύγχρονο Πολιτισμό, δόξασαν το φεστιβάλ και προχώρησαν τα πράγματα μπροστά στην τέχνη του 20ού και του 21ου αιώνα.

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ 70 ΧΡΟΝΩΝ

Τα πρώτα 20 χρόνια, από το 1955 μέχρι το 1975, το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας ήταν ο κυρίαρχος του θεατρικού παιχνιδιού στην Επίδαυρο. Το άνοιγμα από την Μεταπολίτευση και μετά, έδωσε τη δυνατότητα σε δεκάδες καλλιτέχνες, Έλληνες και ξένους, με κλασικές, ρηξικέλευθες, ακόμα και αποτυχημένες ή και αυθάδεις προσεγγίσεις, στην προσπάθεια αναβίωσης του αρχαίου δράματος, να υψωθούν νικητές στη δύσκολη μάχη, ή να ηττηθούν στην προσπάθειά τους να αναμετρηθούν με μεγέθη άνισα για τις δικές τους δυνατότητες.
Φέτος τρεις Ελληνίδες και ένας Γερμανός έδωσαν το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε η εναρκτήρια παράσταση των φετινών Επιδαυρίων. Θα περίμενε κανείς μια ελληνική υπογραφή σε μια, σημειολογικά, τόσο σημαντική πρεμιέρα.
Η διευθύντρια του Φεστιβάλ Κατερίνα Ευαγγελάτου, η διευθύντρια του Εθνικού Θεάτρου, Αργυρώ Χιώτη και η τραγική ηρωίδα του Σοφοκλή, Αντιγόνη, «υπέκυψαν» στην γοητεία ενός Γερμανού σκηνοθέτη, εραστή της διαφορετικής προσέγγισης στο αρχαίο δράμα. Με αυτήν την πανάκριβη, αλλά πολύ προσεγμένη συμπαραγωγή, παρέδωσαν την πανηγυρική εναρκτήρια παράσταση του Φεστιβάλ, στα χέρια του Ουρλιχ Ράσσε και όχι ενός Έλληνα σκηνοθέτη, όπως ίσως θα ήθελαν πολλοί κι εγώ ανάμεσα σε αυτούς .
Αν και, σε δεύτερη σκέψη, αυτό αποδείχθηκε επιτυχής ελληνογερμανικός, συγκερασμός, χωρίς συμβιβαστικό πλαίσιο. Τέχνη, που ανέδειξε με ακρίβεια το σημείο στο οποίο έφθασε πλέον το 70χρονο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου: Ελληνικό, Ευρωπαϊκό, Διεθνές! Μια κορυφαία παλαίστρα για ευγενή άμιλλα στην δύσκολη υπόθεση αναβίωσης του αρχαίου δράματος.
Από τον ρητορικό στόμφο του Δημήτρη Ροντήρη, τις χλαμύδες και τα κοντάρια του Τάκη Μουζενίδη και όλα τα «Έρως ανίκατε μάχαν», που ακούσαμε, σε όλες τις Αντιγόνες, που είδαμε στο Αργολικό θέατρο, φέτος φθάσαμε στην Κόρα Καρβούνη. Κλασική «Αντιγόνη» πάντως δεν είδαμε. Αλλά το απολαύσαμε!
Η περυσινή επιτυχία του «Αγαμέμνονα» με την υπογραφή του ίδιου σκηνοθέτη παρέσυρε, ίσως, σε μια δεύτερη ανάθεση στον Γερμανό δημιουργό και μια επανεμφάνιση, που, όμως, κατ´ ουσίαν θεατρολογικά κρίνοντας, ήταν η επανάληψη ενός δείγματος γραφής.
Η δική του σφραγίδα στο έργο: Κι αυτό, μπορεί να είναι θετικό για το portfolio του σκηνοθέτη. Έδειξε, όμως, να μην γοητεύει το κοινό, που δυσκολεύτηκε να τον ακολουθήσει σε αυτό το μακρύ ταξίδι μέσα στη Αργολική νύχτα. Κι αυτός ακόμη ο αγαπημένος γκιώνης της Επιδαύρου, δεν τραγούδησε το γνώριμο κουκούβισμα του πέρα στα δέντρα, πίσω από τη θυμέλη.
Ιερό σύμβολο αυτή, εξαφανίστηκε μαζί με τον ρόλο της Ισμήνης, καλυμμένη ολοσχερώς, όπως ολόκληρη η ορχήστρα, με ξύλο και ειδικό πλαστικό. Ετσι, φυσικά δεν βοήθησε την περίφημη ακουστική στο χώρο. Οι δε «ψείρες», τα χειλόφωνα/μικρόφωνα δηλαδή, καρφωμένα στα σώματα των ηθοποιών το πάλεψαν γενναία προσπαθώντας να περάσουν τις φωνές πάνω από τη μουσική και να φθάσουν στο άνω διάζωμα.
Εκεί που κάποτε έφθανε γυμνή από καλωδίωση η φωνή μιας Παξινού, μιας Συνοδινού, μιας Παπαθανασιου και σταματώ εδώ. Εντάξει, δεν συνιστώνται μικρόφωνα στο αρχαίο δράμα, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Κι ύστερα, σιγά σιγά συνηθίζεις το τέρας….
Αναρωτιέται κανείς: Αυτό το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο που έδωσε, φαντάζομαι, τη σχετική άδεια, για το σκηνικό στέλνει κάποιον να δει την παράσταση; Στην επίσημη και παγκόσμια πρεμιέρα η ΑΠΟΥΣΑ αρχαιολόγος υπουργός Πολιτισμού δεν θα είχε ενοχληθεί από την εξαφάνιση Θυμέλης, Ορχής και Ισμήνης;
Η Πολιτεία, που στο καλό ήταν στον Επιδαύριο εορτασμό για τα 70 χρόνια του Φεστιβάλ; Φθάνει ένας υφυπουργός σε τέτοια μεγάλη περίσταση; Θα φταίω τώρα, αν θυμίσω την πρεμιέρα του Εθνικού επί διευθύνσεως Δημήτρη Λιγνάδη ή, αν υποθέσω ότι ο κος Μητσοτάκης φοβήθηκε το λαϊκό γιούχα από τις κερκίδες;

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ, ΑΡΕΣΕ ΔΕΝ ΑΡΕΣΕ!

Τα σχόλια για τη μεγάλη διάρκεια (160’), την αργόσυρτη εκφορά κατακερματισμένου λόγου, το συνεχώς κινούμενο σκηνικό, την σπασμωδική σωματική κίνηση των ερμηνευτών, την αδιάλειπτη μουσική, τους αφελείς φωτισμούς με νέον σε πυκνό σκοτάδι, τις αυθαίρετες περικοπές στο κείμενο, την προσβλητική «εξαφάνιση» του ρόλου της Ισμήνης, με αποπομπή της ηθοποιού από τον σκηνοθέτη, δίνουν και παίρνουν αυτές τις μέρες, από θεατές, δημοσιογράφους, κριτικούς και αρεσκόμενους σε κάθε λογής κρίσεις, σχόλια και κριτικές, ακόμη και εξ αποστάσεως….
Προσθέτω, πέρα από τα παραπάνω, τη δική μου γνώμη για τη Αντιγόνη κατά Ράσε: Ήταν ΚΑΘΗΛΩΤΙΚΗ μέσα στην αέναη ΚΙΝΗΣΗ της. Ήταν παράσταση σκηνοθέτη Μαΐστορα, Μάστορα κι Αφέντη.
Τώρα, αν ο Ράσε υπέπεσε στο ίδιο λάθος με τον Κρέοντα του και πίστεψε, πως επειδή είχε την (σκηνοθετική) Εξουσία, έχει και δίκιο, αυτό ήταν επιλογή του και η επόμενη παράσταση του θα δείξει αν πήρε το μήνυμα και το μάθημα, που του δίδαξε η Επίδαυρος.
Όσοι είδαμε την δουλειά του, μας άρεσε ή όχι, θα τη θυμόμαστε για καιρό.
Αυτό, άλλωστε, δεν είναι που βαραίνει και δίνει σχήμα στην αξία και μέτρο, στο μέγεθος μιας παράστασης; Το κατά πόσο εγγράφεται στην σωματική, πνευματική και ψυχική σου μνήμη.
Μπορεί ο Ράσσε να μας γυρίζει πίσω στην εποχή της τυραννίας των σκηνοθετών από την οποία χρειάστηκαν πολλές Αντιγόνες για να απαλλαγεί το Θέατρο, ωστόσο, αυτό που είδα, με άλλους κάτι περισσότερο από 25.000, Έλληνες και ξένους θεατές, ήταν στην ευθεία μιας μεγάλης επιτυχίας.
Όσοι κατέκλυσαν για τρεις μέρες το κοίλον, παρέμειναν σε αυτό πάνω από δυόμιση ώρες και χειροκρότησαν στο τέλος θερμά, είναι τυχεροί γιατί θα θυμούνται για καιρό αυτή την «Αντιγόνη αλλιώς»! Όχι, όπως την ξέραμε, αλλά όπως τη διάβασε και τη δίδαξε ο σκηνοθέτης της.
Τραγωδία της Εξουσίας κι όχι Τραγωδία της Αντίστασης κατά της Αρχής, της καταδίκης των πολέμων ή Ύμνο στον Έρωτα τον ανίκητο στη μάχη! Αμφιταλαντευόμενοι ανάμεσα στο δέος που προκαλεί το μεγαλείο του αρχαίου δράματος και το έλεος που δεν μπόρεσαν να νιώσουν στη διάρκεια της παράστασης κάποιοι αποχώρησαν στην πρώτη ώρα.
«Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες» γράφει ο Γιώργος Σεφέρης.
Είναι πράγματι τεράστια αγκωνάρι ο Σοφοκλής ακόμα και για έναν Γερμανό με κλασική παιδεία και αγάπη για την αρχαία Ελλάδα, όπως πάρα πολύ μορφωμένοι Γερμανοί καλλιτέχνες και μη.
O Ούρλιχ Ράσσε όχι μόνο δε βούλιαξε, αλλά κατάφερε σηκώσει αυτόν τον ογκόλιθο 2500 χρόνων, να ερμηνεύσει και να μας παραδώσει την Αντιγόνη του Σοφοκλή, αλλιώς! Και πάντως στον ΡΥΘΜΟ του γερμανικού Θεάτρου….έστω χωρίς Ισμήνη, Ευρυδίκη και το διάσημο περί Έρωτος Γ! στάσιμο. Όσοι έχουμε δει τις παραστάσεις
Οι Έλληνες διδαχθήκαμε την «Αντιγόνη» στα σχολεία μας, ως την ηρωίδα της Αντίστασης στην Εξουσία και μάθαμε να μισούμε τον Κρέοντα ως εκπρόσωπο της. Έναν τύραννο· Τύραννο (βασιλιά) που επιβάλλει την δύναμη του σε όποιον αντιστέκεται.
Στην παράσταση του Ράσσε, που θα μπορούσε να έχει τίτλο «Κρέων»,τραγική δεν είναι (μόνο) η Αντιγόνη, που επιμένει να κηδέψει με τις πρέπουσες τιμές και όπως προστάζουν οι θεοί, τον νεκρό αδερφό της. Αυτήν, ο Γερμανός σκηνοθέτης την προτείνει ως ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ, όπως κάθε παραβατικό άτομο. Ένα ανθρώπινο πλάσμα που παραλογίζεται από τον πόνο του πένθους και παρακούει την ανθρώπινη εξουσία, για να παραδοθεί, σχεδόν ερωτικά, στη Θεϊκή.
Τραγικός εδώ ήταν ο τύραννος, ο εκπρόσωπος της Εξουσίας. Θέλει να τη διατηρήσει και μαζί, να διασφαλίσει την νομιμότητα στην Πόλη. Πιστεύει ότι έχει δίκιο, μόνο επειδή έχει την Εξουσία. Κι αυτή είναι η φονική παγίδα στην οποία πιάνεται.
Εγκλωβίζεται στην ίδια του τη δύναμη. «Ανάξιος όποιος φοβάται να πάρει αποφάσεις για το Καλό». Μόνο, που επιλέγει το κατά τη δική του γνώμη Καλό γιατί πιστεύει πως η Εξουσία του δίνει αυτό το δικαίωμα.
Προτάσσει το καθήκον προσχηματικά, αλλά στην ουσία τυφλώνεται από την ίδια του τη Εξουσία και παίρνει λάθος αποφάσεις, που τον οδηγούν στην συντριβή.
Τραγικός ήταν ο Πατέρας που θυσιάζει την αγάπη του γιού του γι αυτό που πιστεύει ότι είναι Καθήκον του.
Τραγικός ήταν ο γιός, που παραβαίνει πατρική εντολή, ορμά να σκοτώσει τον γεννήτορα κι όταν αποτυγχάνει παραφρονεί και αυτοχειριάζεται δίπλα στην τραγική ανύμφευτη νύφη του.
ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟΣ ΚΡΕΩΝ
Ο Γερμανός σκηνοθέτης εστίασε στην τραγωδία του Εξουσιαστή και ευτύχησε να έχει στην ερμηνεία του Κρέοντα έναν συγκλονιστικό ηθοποιό, τον Γιώργο Γάλλο και έναν Τειρεσία, που θα μείνει αλησμόνητος για την ανδρόγυνη ερμηνεία της κορυφαίας πρωταγωνίστριας του θεάτρου μας, Φιλαρέτης Κομνηνού. Ο Κρέων του Ράσσε δεν έχει ούτε φρόνηση ηγέτη, ούτε τη βοήθεια του λαού, ούτε τη στήριξη της οικογένειας του. Τιμωρείται γιατί παραβιάζει θεϊκό νόμο και τιμωρείται πιο άγρια από όσο τιμωρεί ο ίδιος την Αντιγόνη. Από το Όλον, στο Τίποτα….
Μια περίπτωση Νετανιάχου, Τραμπ, Μητσοτάκη… θα μπορούσα να γράψω, αν ήθελα να διαβάσω την παράσταση πολιτικά και σύγχρονα. Δεν θέλω, όμως. Προτιμώ το θέατρο ως έννοια του Δικαίου για την ανθρώπινη τραγωδία….
Στα 50 χρόνια που βλέπω παραστάσεις στην Επίδαυρο, είτε σαν επαγγελματίας δημοσιογράφος είτε σαν απλή θεατής γνωρίζω καλά πως ποτέ δεν συμφωνούμε όλοι στο καλό. το κακό ή στο λάθος μιας θεατρικής παράστασης. Όπως γνωρίζω ότι το καλό πάντα υπερυψούται. Διαρκεί και ανατροφοδοτεί, ενώ το κακό καταποντίζεται και χάνεται μέσα στο Χρόνο και την λήθη, χωρίς να επηρεάζει.
Μας άρεσε ή όχι αυτή η Αντιγόνη οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι είδαμε μια μεγάλη παράσταση. Ανίκητος είναι μόνο ο θάνατος...
Αν κάτι έλειψε, όπως διαμαρτύρονται πολλοί δεν ήταν ο αδελφικός «καυγάς» της υποταγμένης στους Θεούς Αντιγόνης με την νομοταγή Ισμήνη…. Εκείνο το «Γυναίκες γεννηθήκαμε…» ίσως .
Έλειψε, όμως, από το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης ένα ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ, κατά τη γνώμη μου, πλήρες χρονολόγιο των παραστάσεων της «Αντιγόνης» στα Επιδαύρεια. Θεάτρου παίδευσις λέγεται και χρεώνεται στους υπεύθυνους της παραγωγής. Τι στο καλό 70 χρόνια φεστιβάλ γιορτάζουμε αν δεν θυμηθούμε και τιμήσουμε όλες τις Αντιγόνες του;
Κι αν πρέπει για κάτι να ευχαριστήσουμε τον Γερμανό σκηνοθέτη είναι γιατί μας δίδαξε με σύγχρονο τρόπο την αρχαία τραγωδία, αλλιώς! Ζητούμενο και απαιτούμενο από τα τέλη του 19ου μέχρι τις μέρες μας. Διάβασε την Αντιγόνη αλλιώς! Και δίδαξε με ευρωπαϊκή σοβαρότητα και γερμανική στιβαρότητα, εμάς τους Έλληνες, αρχαίο δράμα. Αν, μάλιστα, είχε Γερμανούς ηθοποιούς και μπορούσε να κατανοήσει καλύτερα την γλώσσα της Ποίησης του Σοφοκλή, ιδιαίτερα στην εμπνευσμένη μετάφραση του αλησμόνητου Νίκου Παναγιωτόπουλου, έχοντας το ελληνικό κείμενο σε ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους , τότε ο τρόπος που ζήτησε από τον θίασο να κινηθεί σωματικά και να εκφέρει τον Λόγο σπασμωδικά, θα δικαιωνόταν επί σκηνής. Θα είχε, δηλαδή, καταφέρει να αποδείξει ευκρινέστερα το πραγματικό μέγεθος της δουλειάς του.
Και δεν έχει σημασία ότι έκοψε κείμενο. Δεν είναι δα ο πρώτος! Σημασία έχει που παρέλαβε τραγωδία και παρέδωσε τραγωδία, «μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας…δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα…».
Νίκος Παναγιωτόπουλος : «Δόξα να πέσει πάνω του, που πήρε τέτοιο δρόμο…». Σαν να ακούω τη στιβαρή λαμπρή φωνή του Ποιητή μεταφραστή της Αντιγόνης να δικαιώνει την προσπάθεια του Γερμανού ομότεχνου του:
« Ομολογιέται κι έχω ακούσει, πως όποιος θέλει να πει στο βασανιστή του την αλήθεια πρέπει να ‘χει τ ’άλογο του σελωμένο. Ομολογιέται κι έχω ακούσει, πως όποιος οδηγεί σωστά τη λογική του αγέλη στο χαρτί, βγάνει κάτι σαν Φως. Κι είμαι της Πίστης, πως άμα ένα λογικό κοπάδι βγάλει Φως και να πάει σφαχτό, το Φως ταξιδεύει για πάντα.» (ΣΎΣΣΗΜΟΝ ή Τα Κεφάλαια).
Δεν έχει σημασία αν δεν ακούσαμε «ηδυσμένο λόγο» και το «Έρως ανίκατε μάχαν»! Αυτό το λέει και η Βουγιουκλάκη σε μια ταινία της. Δεν του χρειάστηκε του Ράσσε, ίσως γιατί ανίκητος είναι μόνον ο Θάνατος. Ούτε έχει σημασία, που η απουσία/κόψιμο της δεύτερης κόρης του Οιδίποδα ξύπνησε την προγονική αρχαιολατρία των θεατών. Σημασία έχει που η παράσταση μας ταρακούνησε σαν ενιαίο σύνολο κι όχι σαν επί μέρους θαυματοποιητικές εμπνεύσεις.
Όσο για την εκφορά του Λόγου, που πολλοί βρήκαν κουραστική κάνω την παρακάτω σκέψη: Ο Νους, που μας διαφοροποιεί από τα ζώα είναι το μεγάλο θεϊκό δώρο στον Άνθρωπο. Και μαζί η χειρότερη αρρώστια μας. Φρόνηση, Βούληση, Γνώση όλα εκφράζονται με τον Λόγο κι εκβάλλονται από το ανθρώπινο Σώμα με την Φωνή.

* Η  Ελένη Σπανοπούλου είναι δημοσιογράφος, πρώην  πρόεδρος του Δ,Σ. του ΕΔΟΕΑΠ.