Skip to main content

Πίσω από κάθε είδηση κρύβεται μια ιστορία ανθρώπων

inter 1
Συνέντευξη του Δημήτρη Γ. Κουμπιά

Στη “Ναυτεμπορική” του Σαββάτου 5/7 δημοσιεύτηκε συνέντευξή μου στον συνάδελφο Γιώργο Κουλουβάρη, με αφορμή την 4η έκδοση του “Συντάκτη Ύλης”. Την αναδημοσιεύω, γιατί πιθανόν κάποιοι επισκέπτες του site δεν είναι αναγνώστες της εφημερίδας, που αποτέλεσε τον τελευταίο σταθμό της πορείας μου στα Μέσα Ενημέρωσης. Έχω προσθέσει τρεις φωτογραφίες - που δεν ήταν κατάλληλες για το έντυπο, λόγω «χαμηλής ανάλυσης» -  και 200 λέξεις τις οποίες – ως συνεπής συντάκτης ύλης – είχα «κόψει», για να τηρήσω το όριο των 2.000 που μου ζητήθηκαν για τις απαντήσεις. Τουλάχιστον εδώ δεν υπάρχουν τέτοιου είδους περιορισμοί. Η συνέντευξη:

Να πιάσουμε το νήμα, κάπου από την αρχή; Θα μας δώσετε ένα στίγμα του πώς και πότε συναντηθήκατε με τη δημοσιογραφία;

Η σχέση μου με τη δημοσιογραφία ξεκίνησε πολύ νωρίς, στα 15 μου χρόνια, όταν αναζητούσα αφορμή για γράψιμο, πέραν των σχολικών εκθέσεων. Η ευκαιρία μού δόθηκε στην εφημερίδα της γειτονιάς μου, τη “Φιλαδέλφεια”, με εκδότη τον συντοπίτη μου  δημοσιογράφο Κώστα Μπαζαίο, που όταν του επισήμανα την απουσία στήλης ή και σελίδας με αθλητικά, μου πρότεινε να συνεργαστούμε και να τα γράφω εγώ. Παράλληλα έγραφα ειδησούλες και σχολιάκια, εκφράζοντας προβληματισμούς για γεγονότα και καταστάσεις. Από τα πρώτα μου βήματα, αντιλήφθηκα ότι πίσω από κάθε είδηση κρύβεται μια ιστορία ανθρώπων και αυτό με γοήτευσε. Έτσι, η δημοσιογραφία έγινε επαγγελματική επιλογή. 
Ίσως οφείλεται και στο DNA του παππού μου – από την πλευρά της μητέρας μου – δημοσιογράφου και επιμελητή εκδόσεων Γιώργου Τζώρτζη, που ωστόσο δεν τον είχα γνωρίσει· πέθανε το 1942, ένα χρόνο πριν από τη γέννησή μου. Η ενσωμάτωσή μου πάντως στη δημοσιογραφία ήρθε κυρίως μέσα από πρακτική άσκηση. Τότε δεν υπήρχαν σχολές δημοσιογραφίας και η εκπαίδευση των νέων γινόταν στα γραφεία των εφημερίδων, με τους παλιούς να αναλαμβάνουν το ρόλο του δασκάλου. Οι εφημερίδες ήταν η μόνη «είσοδος» για την εκκίνηση στη δημοσιογραφία και το εργασιακό περιβάλλον των εφημερίδων ασκούσε καταλυτική γοητεία σ’ έναν μαθητευόμενο του επαγγέλματος. Σπούδασα στην Πάντειο, αλλά για ό,τι πέτυχα στο επάγγελμα θεωρώ «δημοτικό» τη “Φιλαδέλφεια”, «γυμνάσιο» τα αθλητικά έντυπα και «πανεπιστήμιο» την “Ελευθερία”.

Τι αναπολείτε από το παρελθόν της δημοσιογραφίας; Θετικά που εντοπίζετε στο παρόν; Και, θα επιλέγατε και σήμερα αυτό το επάγγελμα;

Αναπολώ την εποχή όπου η δημοσιογραφία βασιζόταν στην έρευνα και όχι στα δελτία τύπου, στα non papers ή στο copy paste και η σχέση του δημοσιογράφου με τον αναγνώστη ήταν βασισμένη στην εμπιστοσύνη και τον σεβασμό. Πάντως, παρά τις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής και της πληθώρας των πληροφοριών, αναγνωρίζω θετικά σημεία όπως η άμεση πρόσβαση σε ειδήσεις και η δυνατότητα διάδρασης με το κοινό. Απόδειξη το ότι όταν η “Ναυτεμπορική” πέρασε από τη φωτοσύνθεση στην ηλεκτρονική διαδικασία έκδοσης – και «έγινε computerized», όπως λέγαμε τότε –, διαπιστώνοντας ότι υπήρχαν πράγματα που αγνοούσα και δεν μπορούσα να ελέγξω ως διευθυντής, έκανα ταχύρρυθμη εκπαίδευση σε ειδική σχολή· για μην υπάρχουν πεδία άγνωστα σ’ εμένα. Και ναι, θα επέλεγα ξανά αυτό το επάγγελμα, γιατί παραμένει η πιο ουσιαστική φωνή της δημοκρατίας, το βήμα για να ακουστούν οι ανάγκες της κοινωνίας.

Αρχές της δημοσιογραφίας που θεωρείτε απαράβατες και διαχρονικής ισχύος;

Υπάρχουν βασικές αρχές που δεν επιδέχονται εκπτώσεις, ανεξαρτήτως εποχής ή τεχνολογικών εξελίξεων. Η αλήθεια, η αντικειμενικότητα, η ακρίβεια και η ευθύνη απέναντι στον πολίτη είναι θεμέλια της δημοσιογραφίας. Πιστεύω ότι ο δημοσιογράφος πρέπει πάντα να υπηρετεί την πραγματικότητα, να σέβεται το δικαίωμα του άλλου να ακουστεί και να αποφεύγει τον εντυπωσιασμό που θολώνει την ουσία. Αυτές οι αρχές δίνουν τη γνησιότητα και το κύρος στο έργο μας και εξασφαλίζουν ότι η δημοσιογραφία παραμένει η «τέταρτη εξουσία» που επιτηρεί και ελέγχει· με την άδεια πάντοτε του εκδότη...

Κάποιες από τις στιγμές της διαδρομής σας που κρατάτε πολύ ξεχωριστά  στο μυαλό και την καρδιά;

Κατ’ αρχάς η πρώτη φορά που είδα κείμενό μου τυπωμένο, στη «Φιλαδέλφεια». Η πρόσληψή μου στην “Ελευθερία”, με ένταξη στο μισθολόγιο τον Ιούνιο του 1963· η πρώτη φορά που μπήκε τ’ όνομά μου ως αρχισυντάκτη στην «ταυτότητα» μεγάλης εφημερίδας – της “Ελευθεροτυπίας”, 16 Μαΐου 1976· η διεύθυνση σύνταξης του “Έθνους της Κυριακής”, Σεπτέμβριο 1982 και η ανάληψη της διεύθυνσης δυο μεγάλων οικονομικών εφημερίδων: του “Κέρδους” το 1989 και της “Ναυτεμπορικής” το 1992, όπου… έσπασα ρεκόρ παραμονής. Αποχώρησα το 2004 για να αναλάβω επικεφαλής του Γραφείου Τύπου της Τράπεζας της Ελλάδος. Είχα συχνές αλλαγές επαγγελματικής στέγης, ακολουθώντας αυτό που έλεγα και στους σπουδαστές των σχολών δημοσιογραφίας: «Δουλεύουμε για τον επόμενο εργοδότη μας. Σαν τους ποδοσφαιριστές που με την απόδοσή τους στοχεύουν σε μεταγραφή με καλύτερες συνθήκες». Είχα πει και κάτι ακόμη, που μου κόστισε   «επίπληξη, άνευ… αναρτήσεως», από το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ  ύστερα από καταγγελία συναδέλφου. Το 1979 είχα ξεστομίσει, σε σπουδαστές του Εργαστηριού Δημοσιογραφίας, πως «το μέσο μορφωτικό επίπεδο του δημοσιογράφου τείνει να γίνει χαμηλότερο από του μέσου αναγνώστη. Κι αυτό είναι επικίνδυνο για τον κλάδο».
«Είναι κοινή ομολογία ότι το μέσο μορφωτικό επίπεδο του δημοσιογράφου - οι εξαιρέσεις δυστυχώς είναι ακόμη παρήγορο δείγμα- είναι χαμηλό», έγραψε 12 χρόνια αργότερα  στον πρόλογο του βιβλίου του “Ο Ξενοφών ως δημοσιογράφος”, ο πανεπιστημιακός, πολιτικός και προπάντων δημοσιογράφος Αθανάσιος Κανελλόπουλος.
Ανάμεσα στα ρεπορτάζ μου, ξεχωρίζω την πρώτη μου αποστολή, όταν ήμουν  20 χρονών, στο καταστραμμένο από κατολισθήσεις Μικρό Χωριό της Ευρυτανίας.

Να σταθούμε, έστω για λίγο, στο ευρύτερο θέμα της σημερινής φτωχής χρήσης της πλούσιας γλώσσας μας· ένα σχόλιό σας; 

Η ελληνική γλώσσα είναι, όπως λες, μια από τις πλουσιότερες και πιο εκφραστικές στον κόσμο, με μακραίωνη παράδοση που συνδέεται άρρηκτα με τον πολιτισμό και τη σκέψη μας. Σήμερα παρατηρούμε σημαντική συρρίκνωση της γλωσσικής μας έκφρασης, συχνά λόγω της ταχύτητας της ενημέρωσης και της επιρροής της ψηφιακής επικοινωνίας. Η επιφανειακή χρήση της γλώσσας οδηγεί σε απλοποίηση και συχνά σε στρεβλή μετάδοση μηνυμάτων. Ωστόσο, πιστεύω πως η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός και μέσα από την εκπαίδευση, τη μελέτη και τη βαθύτερη επαφή με το κείμενο, μπορούμε να ξαναζωντανέψουμε την πλούσια και πολύμορφη έκφραση που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας. Δυστυχώς, η  γλώσσα κακοποιείται κυρίως από τους ίδιους τους δημοσιογράφους. Το φαινόμενο ήταν πιο περιορισμένο όταν ο κόσμος διάβαζε πρωτίστως εφημερίδες· τότε οι δημοσιογράφοι ήταν λιγότεροι και τα κριτήρια επιλογής τους αυστηρά. Τώρα το κακό διογκώθηκε, ίσως διότι όσο πιο αμόρφωτος είναι ένας δημοσιογράφος, τόσο πιο υποταγμένος είναι στον εργοδότη του, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την χειραγώγηση του κόσμου. Και το ...κακούργημα συνεχίζεται στα δεκάδες ενημερωτικά ιστολόγια που διακρίνονται για τη βαναυσότητά τους στην κατακρεούργηση της γλώσσας. Φτάσαμε να ακούμε «η λεωφόρο Αλεξάνδρας», «η έξοδο προς Χαλάνδρι», «εκκενώθηκαν οι κάτοικοι», ή αυτά που ξεστόμισαν διάφοροι ρεπόρτερ στην κηδεία του του άλλοτε βασιλιά, πριν από δυο χρόνια: «Την βασιλομήτωρ», «του εκλιπών», «του Χουάν Κάρλου», «οι σορές των βασιλέων»!  Ή και πιο… ήπια και δυστυχώς συνηθισμένα, όπως: «των προαναφερθέντων διατάξεων», «δυσμενείς επιπτώσεις» - σαν να υπάρχουν και θετικές, «ανεξαρτήτου ηλικίας» - αγνοώντας το επίρρημα, ενώ  σε διαφημίσεις ακούμε την προτροπή «απέκτησέ το», με μια αχρείαστη αύξηση.
Ως Έλληνες έχουμε την ευτυχία να διαθέτουμε μια πλουσιότατη και ευρηματικότατη γλώσσα στη δομή και στη σύνθεσή της. Οι πρόγονοί μας βρήκαν λέξεις για τις πλέον λεπτές νοηματικές αποχρώσεις. Ως λαός διαθέτουμε ένα προνόμιο, που δεν έχουμε πλήρως κατανοήσει. Οι λέξεις δεν είναι απλώς εργαλείο επικοινωνίας, συνθέτουν τη γλώσσα· το ακριβό εργαλείο της σκέψης. Συμφωνώ απόλυτα με τον συνάδελφο Γιώργο Δουατζή που αναρωτήθηκε: Αν ο βιασμός της γλώσσας εκλαμβανόταν (όπως και είναι) ως κακούργημα, πόσοι θα βρίσκονταν στη φυλακή;

Μια χρήσιμη συμβουλή που σας έχουν δώσει;

Μια συμβουλή που με ακολούθησε από τα πρώτα μου βήματα και παραμένει πάντοτε  επίκαιρη, είναι να ακούω προσεκτικά και να μη βιάζομαι να βγάλω συμπεράσματα. Να προσπαθώ να δω τη «μεγάλη εικόνα». Η υπομονή στην αναζήτηση της αλήθειας, ακόμη και όταν αυτή δεν είναι εύκολη, δημοφιλής ή… «χαλάει μια ωραία ιστορία», είναι το κλειδί για έναν αξιόπιστο δημοσιογράφο. Η πρώτη πάντως που μου δόθηκε, από τον αρχισυντάκτη μου στην «Ελευθερία» Γιώργη Ανδρουλιδάκη, ήταν ότι «ο σωστός δημοσιογράφος δεν πρέπει να έχει κομματική ταυτότητα. Αρκεί η δημοσιογραφική». Μου το είπε, γνωρίζοντας ότι ήμουν οργανωμένος σε κομματική νεολαία. Το ακολούθησα, άσχετα με το τι ψήφιζα.

Και μία που θα δίνατε σε κάποιον, που τώρα ξεκινά στον χώρο;

Να μην χάσει ποτέ το πάθος για την αλήθεια, την περιέργεια και το μεράκι που τον οδήγησε στη δημοσιογραφία. Να διατηρεί την ανεξαρτησία της σκέψης και να μη συμβιβαστεί με την εύκολη οδό ή τον εντυπωσιασμό. Το επάγγελμα είναι απαιτητικό, γεμάτο προκλήσεις, ευθύνες και μόνο με συνέπεια και σεβασμό προς το κοινό κερδίζεται η εμπιστοσύνη,  που – πρέπει να – αποτελεί το μεγαλύτερό μας κεφάλαιο. 

Μιλώντας για τον «Συντάκτη της Ύλης', η αρχή έγινε με τις «Σημειώσεις για σπουδαστές δημοσιογραφίας» που μοιράζονταν σε φωτοτυπίες στο Εργαστήρι Δημοσιογραφίας, το 1976· από τότε, οι «Σημειώσεις» έχουν σήμερα φτάσει, με τη μορφή του βιβλίου, στην 4η έκδοση. Σκέψεις και συναισθήματα για την επιτυχή πορεία του πονήματός σας;

Η πορεία των «Σημειώσεων για σπουδαστές δημοσιογραφίας» από απλές φωτοτυπίες σε μια τετράκις ανανεωμένη έκδοση βιβλίου, επιβεβαιώνει πως το μεράκι και η αγάπη για τη δημοσιογραφία μπορούν να αφήσουν ένα διαχρονικό αποτύπωμα.

 

syntaktis 1syntaktis 2syntaktis 3syntaktis 4

Τα εξώφυλλα των 4 εκδόσεων: 1996, 2004,2023, 2025. Η αρχή είχε γίνει 20 χρόνια πριν
από την πρώτη έκδοση
· το 1976 με φωτοτυπίες.

Με ικανοποίει το γεγονός ότι το υλικό αυτό έχει γίνει εργαλείο μάθησης για πολλές γενιές νέων δημοσιογράφων. Και με ωθεί να συνεχίσω να μοιράζομαι τις εμπειρίες και τις γνώσεις μου, μέσω του βιβλίου και του ομώνυμου site syntaktisylis.gr, ελπίζοντας να συμβάλλω στην εξέλιξη και στην ανανέωση του επαγγέλματος.

Ποια θα λέγατε ότι είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο «σύγχρονος» συντάκτης ύλης, σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς και προσαρμόζεται στην ψηφιακή εποχή;

Το να διατηρεί την ποιότητα και την εγκυρότητα της πληροφορίας μέσα στην αδιάκοπη ροή των ειδήσεων και την πίεση της ταχύτητας που φέρνει η ψηφιακή εποχή. Η ανάγκη για γρήγορη ενημέρωση οδηγεί συχνά σε επιπόλαιες δημοσιεύσεις και επιφανειακή ανάλυση, υπονομεύοντας την αξιοπιστία. Τι να καταφέρνει να ισορροπήσει μεταξύ ταχύτητας και βάθους, κρατώντας ζωντανά την κριτική σκέψη και το δημοσιογραφικό ήθος.

Από την εργασία σας ως Συντάκτης Ύλης, μια δυνατή, έντονη, ολόδική σας εικόνα, μνήμη· όποια σας έρθει πρώτη στο νου.

Πολλές εικόνες μου έρχονται μου έρχονται πρώτες στο νου, με φόντο πάντοτε κάποιο ξημέρωμα. Την ώρα του φόρτε της δουλειάς των συντακτών ύλης. Τότε βέβαια που οι πρωινές εφημερίδες «έκλειναν» 2:30 π.μ. και στις 4 έπιαναν δουλειά οι απογευματινές, για να κυκλοφορήσουν το μεσημέρι. Εδώ και χρόνια ο διαχωρισμός πρωινών – απογευματινών εφημερίδων είναι εντελώς τυπικός· όλες κυκλοφορούν το πρωί και ούτε λόγος βέβαια για «Β' έκδοση» και «Παράρτημα». Ήταν στιγμές που εν μέσω έντονης πίεσης, χρειαζόταν να καλύψουμε γεγονότα με ευθύνη και ψυχραιμία. Αυτές οι στιγμές υπενθυμίζουν πόσο κρίσιμος είναι ο ρόλος του συντάκτη ύλης, όχι μόνο στο στήσιμο του εντύπου, αλλά και ως «συντονιστή» της πληροφορίας.

Θα μοιραστείτε μαζί μας μια εμπειρία, κάποια γνώση, από αυτές που έχετε αποκομίσει και αποκομίζετε από την ενεργό συμμετοχή σας στα σωματεία και τις συνδικαλιστικές δράσεις του χώρου;

Η συμμετοχή μου στα συνδικαλιστικά όργανα τα τελευταία 20 χρόνια μού έδωσε την ευκαιρία να υπερασπιστώ τα  δικαιώματα και τα συμφέροντα  των δημοσιογράφων. Ταυτόχρονα  με δίδαξε ότι η αλληλεγγύη και η συλλογική προσπάθεια, είναι το πιο ισχυρό όπλο απέναντι στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος. 

Μέσα στον καταιγισμό των τεχνολογικών και ηλεκτρονικών μέσων, κάποιοι αναγνώστες επιλέγουν σταθερά την εφημερίδα. Τι θεωρείτε είναι αυτό που κάνει κάποιους από εμάς, διαχρονικά, να τη λατρεύουμε; Και, πείτε μας, μια άποψή σας -μακάρι αισιόδοξη, για τη μελλοντική παρουσία της έντυπης ενημέρωσης.

Η εφημερίδα διατηρεί μοναδική γοητεία, καθώς προσφέρει στον αναγνώστη μια ολοκληρωμένη, εμβριθή και συστηματική ενημέρωση, διαφορετική από αυτήν των άμεσων αλλά σύντομων ψηφιακών μηνυμάτων. Η υλική παρουσία της, η αίσθηση της αφής και η δυνατότητα της εις βάθος ανάγνωσης δημιουργούν μια σχέση εμπιστοσύνης και συνήθειας που δύσκολα αντικαθίσταται · τουλάχιστον σε προηγούμενες γενιές. Όταν μεσουρανούσαν οι εφημερίδες, η έκδοσή τους – όπως  και η αγορά τους –  δεν ήταν κυρίως εμπορική, αλλά πολιτική πράξη. Και ο αναγνώστης ήταν πολίτης και όχι καταναλωτής. Η καθημερινή αγορά της εφημερίδας ήταν μια πολιτική πράξη. Για τους προοδευτικούς και αριστερούς πολίτες μάλιστα, είχε και συνέπειες. Άλλωστε και η ανάγνωση της εφημερίδας, όπως είχε πει ο Χέγκελ, ήταν η πρωινή προσευχή του πολίτη. Φυσικά το πρώτο ΜΜΕ που εμφανίστηκε χρονικά, η εφημερίδα, δεν γεννήθηκε με την εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο. Ο άνθρωπος ένιωθε πάντοτε την ανάγκη να δημοσιοποιεί τα όσα συνέβαιναν γύρω του, με τη βοήθεια χειρογράφων, τοιχογραφιών, προφορικών αναγγελιών και δημοσίων διαγγελμάτων. Μην ξεχνάμε τον ντελάλη… Και μια που ανέφερα τον Γουτεμβέργιο, επισημαίνω ότι στην πολυετή σταδιοδρομία μου δούλεψα και τα τυπογραφικά στοιχεία του, τη μονοτυπία, τη λινοτυπία· πριν από τη φωτοσύνθεση και τα pc. 
Πάνω σ’ αυτό, μια εμπειρία με τα μεταλλικά τυπογραφικά στοιχεία, που ήταν διαφόρων μεγεθών. Τα μεγάλα για τους τίτλους των εφημερίδων ήταν ξύλινα γιατί αν ήταν από μέταλλο θα ήταν πολύ βαριά. Έτσι  προέκυψε και ο όρος «ξύλινα γράμματα», που αναφερόταν στους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων. Τα μεταλλικά τυπογραφικά στοιχεία βρίσκονταν στην ξύλινη κάσα που είχε καμμιά διακοσαριά θήκες, διαφορετικής χωρητικότητας για κάθε γράμμα. Μεγαλύτερες ήταν οι θήκες για τα ευρέως χρησιμοποιούμενα γράμματα και μικρότερες για τα άλλα· και ήταν σχεδιασμένες για την καθαρεύουσα. Το τελευταίο το έμαθα στο ξεκίνημά μου, αρχές της δεκαετίας του 1960. Όταν εργαζόμουν στην εφημερίδα «Φιλαδέλφεια», επιχείρησα να γράψω στη δημοτική ένα άρθρο για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Το πήγα στο τυπογραφείο, που δεν είχε μονοτυπία ή λινοτυπία αλλά δούλευε  με κάσα και την επομένη επέστρεψα για να κάνω τη «διόρθωση» στο στοιχειοθετημένο κείμενο. Κι εκεί με περίμενε μια απογοήτευση.
«Δεν βγαίνει το κείμενό σου», μου είπε ο τυπογράφος, προσθέτοντας ότι «έχει πολλά τελικά σίγμα και η κάσα έχει μόνο 27». Ξαφνιάστηκα και μου εξήγησε: «Το έχεις γεμίσει πολεμιστές, μαχητές, στρατιώτες και πολλά άλλα, που στην καθαρεύουσα θα ήταν πολεμισταί, μαχηταί, στρατιώται και το κείμενο θα έβγαινε. Η κάσα έχει πολλά ιώτα με τόνο, αλλά μόνο 27 τελικά ς, αφού δεν είναι φτιαγμένη για τη δημοτική».

inter 2
Προσέξτε πόσο μικρή είναι η θήκη του ς στην κάσα, σε σχέση με το ιώτα.

Για την ιστορία, το άρθρο δημοσιεύτηκε στη δημοτική! Πείσμωσα και επεξεργάστηκα το κείμενο, άλλαξα συντακτικό και πτώσεις, υποκαθιστώντας τα 12 τελικά ς που… περίσσευαν και βγήκε. Ήταν σαν να έλυνα σταυρόλεξο.

Πώς θα περιγράφατε την καθημερινότητα του μάχιμου δημοσιογράφου;

Η καθημερινότητα ξεκινά πολύ νωρίς, με τον απόηχο των πρώτων ειδήσεων της ημέρας και τις εξελίξεις που τρέχουν. Είναι μια διαρκής μάχη με τον χρόνο, όπου η ακρίβεια και η ταχύτητα πρέπει να συνυπάρχουν αρμονικά, παρά τις όποιες απρόβλεπτες συνθήκες. Παρά την κούραση, υπάρχει η ικανοποίηση ότι είσαι εκεί, στην πρώτη γραμμή της ενημέρωσης, προσφέροντας στον πολίτη το δικαίωμα να γνωρίζει και να κρίνει. Όταν βέβαια δεν κάνεις «ρεπορτάζ από το γραφείο», δεν επιδίδεσαι στο  copy paste και αντιγράφεις και ενίοτε υπογράφεις τα δελτία τύπου. Τον… περασμένο αιώνα – τον 20ό, τα δελτία τύπου που έβγαζα ως Γραφείο Τύπου του Ιδρύματος Μποδοσάκη, λειτουργούσαν σαν ερέθισμα για ρεπορτάζ. Τον 21ο, κείμενα που έστελνα ως Γραφείο Τύπου της Τράπεζας της Ελλάδος, τα έβλεπα δημοσιευμένα αυτούσια, ενίοτε και με υπογραφή· φυσικά όχι τη δική μου.  

Πλούσια, η μακρά δημοσιογραφική σας πορεία, συνοδευόμενη μάλιστα με έντονη συνδικαλιστική δράση· δάσκαλος για γενιές δημοσιογράφων και από τους κορυφαίους συντάκτες ύλης στην ελληνική δημοσιογραφία, διευθυντής συντάξεως και διευθυντής μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων, επί σειρά ετών επιτελικό στέλεχος σε πάρα πολλά ΜΜΕ. Κι ακόμη, μέλος του προεδρείου της ΕΣΗΕΑ και πρόεδρος της Ομοσπονδίας των Ελλήνων Δημοσιογράφων. Ποια είναι η γεύση που μένει κοιτώντας τη μέχρι τώρα διαδρομή σας; Κάποια σκέψη, κάποιο κυρίαρχο συναίσθημα; Κάτι που σίγουρα θα αλλάζατε; Κάποιο «λάθος» που θα επαναλαμβάνατε; Κάτι για το οποίο δεν μετανιώνετε;

Κοιτώντας πίσω, τη διαδρομή μου στη δημοσιογραφία - τόσο επαγγελματικά όσο και συνδικαλιστικά, τα τελευταία 20 χρόνια - γεμάτη εντάσεις, όπου ποτέ μια μέρα δεν ήταν ίδια με την άλλη, θα ήμουν αγνώμων αν δεν ένιωθα  βαθιά ικανοποίηση. Κυρίως επειδή έκανα το χόμπι μου επάγγελμα.

inter 3
Μιλώντας στη Βουλή, ως πρόεδρος της ΠΟΕΣΥ, για τη σωτηρία του ΕΔΟΕΑΠ, στον οποίο είμαι γενικός γραμματέας από το 2018.

Και βέβαια δεν μετανιώνω για τις επιλογές μου, ούτε για τα λάθη που προφανώς έκανα. Ήταν χρήσιμες εμπειρίες. 

Δάσκαλε, να κλείσουμε κοιτώντας μπροστά; Κάποια σκέψη, κάποιος στόχος, κάποια επιθυμία, μια ευχή;

Τι άλλο από το να συνεχίσουν να γεννιούνται και να αναπτύσσονται νέες φωνές στη δημοσιογραφία, με αίσθημα ευθύνης, δημιουργικότητα και πάθος για την αλήθεια. Και η δημοσιογραφία να παραμείνει φάρος της δημοκρατίας, πιστή στις βασικές της αξίες. Προσωπικά, εύχομαι να προλάβω να πραγματοποιήσω τα σχέδιά μου, έχοντας πάντοτε κοντά μου τους δικούς μου ανθρώπους.